ξεμαθαίνω

ξεμαθαίνω
(αόρ. ξέμαθα) 1. μετ. отучать;
2. αμετ. отучаться; разучиваться; отвыкать;

ξεμαθαίνω τη δουλειά (τό σπίτι) — отвыкать от работы (от дома)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεμαθαίνω" в других словарях:

  • ξεμαθαίνω — ξεμαθαίνω, ξέμαθα βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) …   Dictionary of Greek

  • ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδιδάσκω — (Μ) ξεμαθαίνω, μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • απομαθαίνω — όμαθα 1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ απόμαθες το μάθημά σου. 2. ξεμαθαίνω: Απ το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»